Το Πνεύμα της γης του Φρανκ Βέντεκιντ εκδόθηκε το 1895 και ο Άλμπαν Μπεργκ χρησιμοποίησε το κείμενο μαζί με Το κουτί της Πανδώρας για την όπερά του Λούλου. Προερχόμενη από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η Λούλου –χρησιμοποιώντας διαφορετικά ονόματα− ανεβαίνει κοινωνικά και παντρεύεται έναν αξιοσέβαστο ηλικιωμένο άντρα. Στην πρώτη πράξη κατακτά τον ζωγράφο που κάνει το πορτρέτο της. Ο σύζυγος τους συλλαμβάνει και πεθαίνει από αποπληξία. Στη δεύτερη πράξη η Λούλου είναι η γυναίκα του ζωγράφου που τη θεωρεί άγγελο αρετής. Αλλά ο εκλεκτός της καρδιάς της, ο Σεν, που την ακολουθεί πάντα, αποκαλύπτει λίγο λίγο την αλήθεια στον εύπιστο ζωγράφο που αυτοκτονεί. Στην τρίτη πράξη η Λούλου εξαπατά έναν αριστοκράτη, ερασιτέχνη εξερευνητή και τον οδηγεί στην καταστροφή. Στην τελευταία πράξη αναγκάζει τον Σεν να την παντρευτεί. Εκείνος θέλει να ζήσει μια κανονική ζωή μαζί της αλλά η Λούλου του επιβάλλει τον καταστροφικό περίγυρό της. Στο αποκορύφωμα της δυσαρέσκειάς του σκοτώνεται.

Κάθε πράξη τελειώνει μ’ έναν θάνατο. Το Πνεύμα της γης και Το κουτί της Πανδώρας κυκλοφορούν σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.


[πρόσωπα του έργου]

Δρ ΓΚΟΛ
Δρ ΣΕΝ, αρχισυντάκτης
ΑΛΒΑ, γιος του
ΣΒΑΡΤΣ, ζωγράφος
Πρίγκιπας ΕΣΚΕΡΝΙ, εξερευνητής της Αφρικής
ΣΙΓΚΟΛΧ
ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ, αρτίστας τσίρκου
ΧΟΥΓΚΕΝΜΠΕΡΓΚ, γυμνασιόπαιδο
ΕΣΕΡΙΧ, ρεπόρτερ
ΛΟΥΛΟΥ
Κόμησσα ΓΚΕΣΒΙΤΣ, ζωγράφος
ΦΕΡΝΤΙΝΑΝΤ, αμαξάς
ΧΕΝΡΙΕΤΕ, καμαριέρα
Ένας υπηρέτης


[απόσπασμα από το θεατρικό έργο]

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Ατελιέ πεντακάθαρο. Πίσω δεξιά η πόρτα της εισόδου, πλάι αριστερά πόρτα που οδηγεί σ’ ένα μικρό υπνοδωμάτιο. Στη μέση μια εξέδρα. Πίσω από την εξέδρα ένα παραβάν. Μπροστά στην εξέδρα ένα σμυρναίικο χαλί. Αριστερά από την εξέδρα δύο καβαλέτα. Στο πίσω καβαλέτο ένας πίνακας που δείχνει το μπούστο μιας νεαρής κοπέλας. Το μπροστινό είναι σκεπασμένο με ένα πανί. Μπροστά απ’ τα καβαλέτα ένας τούρκικος καναπές. Πάνω του ένα τομάρι τίγρης. Δεξιά στον τοίχο δύο πολυθρόνες. Πίσω στο βάθος μία σκάλα.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Σβαρτς και Σεν
ΣΕΝ, καθιστός στην άκρη του καναπέ, εξετάζει τον πίνακα που παρουσιάζει το μπούστο στο πίσω καβαλέτο: Ξέρετε; τη γυναίκα αυτή εγώ την ξέρω κάπως αλλιώς.
ΣΒΑΡΤΣ, με το πινέλο και την παλέτα στο χέρι, στέκεται πίσω απ’ τον καναπέ: Δεν έχω ζωγραφίσει άλλο πρόσωπο που να αλλάζει η έκφρασή του έτσι συνεχώς. Μου ήταν σχεδόν αδύνατον να συλλάβω ένα μόνο χαρακτηριστικό της.
ΣΕΝ, δείχνει με το δάχτυλο τον πίνακα, κοιτάζοντας τον Σβαρτς: Και τώρα καταφέρατε να το συλλάβετε; Βρίσκεται ώρα εκεί μέσα;
ΣΒΑΡΤΣ: Έκανα ό,τι ήταν δυνατόν ώστε να δώσω κάτι απ’ την ηρεμία του πνεύματός της – όπως μπόρεσα να το εκμαιεύσω μέσα από τις συζητήσεις που κάναμε όσο πόζαρε.
ΣΕΝ: Τώρα καταλαβαίνω τη διαφορά.
ΣΒΑΡΤΣ, βουτά το πινέλο στις μπογιές και διορθώνει τα χαρακτηριστικά τού προσώπου.
ΣΕΝ: Νομίζετε ότι έτσι μοιάζει περισσότερο;
ΣΒΑΡΤΣ: Στην τέχνη μας πρέπει να είσαι όσο γίνεται πιο ευσυνείδητος.
ΣΕΝ: Μα πείτε μου…
ΣΒΑΡΤΣ, κάνοντας λίγο πίσω: Το χρώμα είναι πάλι λίγο σκοτεινό.
ΣΕΝ, κοιτάζοντάς τον: Στη ζωή σας αγαπήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
ΣΒΑΡΤΣ, πηγαίνει προς το καβαλέτο, βάζει μια πινελιά και γυρίζει ξανά πίσω αλλά όχι στο ίδιο μέρος: Το πανί δεν έχει χάσει ακόμα την υπόστασή του. Δεν φαίνεται ακόμα πως πρόκειται για ένα κορμί ζωντανό.
ΣΕΝ: Δεν αμφιβάλλω καθόλου για την τέχνη σας.
ΣΒΑΡΤΣ: Αν θέλετε, περάστε από δω.
ΣΕΝ, σηκώνεται: Πρέπει να της έχετε διηγηθεί αληθινή ιστορία τρόμου.
ΣΒΑΡΤΣ: Κάντε πίσω – όσο γίνεται περισσότερο.
ΣΕΝ, τον πλησιάζει, σκοντάφτει στο πρώτο καβαλέτο και ρίχνει κάτω τον πίνακα: Ω παρντόν.
ΣΒΑΡΤΣ, σηκώνοντας τον πίνακα: Ω παρακαλώ…
ΣΕΝ, εμβρόντητος: Τι είν’ αυτό;
ΣΒΑΡΤΣ: Τη γνωρίζετε;
ΣΕΝ: Όχι.
ΣΒΑΡΤΣ, βάζει τον πίνακα στο καβαλέτο. Βλέπει κανείς μια γυναίκα ντυμένη πιερότο μ’ ένα ποιμενικό ραβδί στο χέρι: Ένα πορτρέτο με κοστούμι.
ΣΕΝ: Το πετύχατε πάντως.
ΣΒΑΡΤΣ: Τη γνωρίζετε;
ΣΕΝ: Όχι. Ποια είναι;
ΣΒΑΡΤΣ: Δεν το τέλειωσα ακόμα.
ΣΕΝ: Λοιπόν;
ΣΒΑΡΤΣ: Τι θέλετε; Την ώρα που μου ποζάρει έχω τη χαρά να συζητώ με τον άντρα της.
ΣΕΝ: Πείτε μου…
ΣΒΑΡΤΣ: Περί τέχνης φυσικά, για να ολοκληρωθεί η ευτυχία μου.
ΣΕΝ: Πώς κάνατε λοιπόν αυτήν τη γοητευτική γνωριμία;
ΣΒΑΡΤΣ: Ως συνήθως. Ένας πολύ γέρος, ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, ήρθε εδώ σαν σίφουνας και με ρώτησε αν μπορώ να ζωγραφίσω τη γυναίκα του. Αν και τώρα θα είναι ζαρωμένη σαν τη μάνα γη – υπέθεσα. Την άλλη μέρα στις δέκα ακριβώς ανοίγει η πόρτα κι ο κοιλαράς μπάζει μεμιάς μέσα αυτόν τον άγγελο. Και τώρα ακόμα που το θυμάμαι, αισθάνομαι να λυγίζουν τα γόνατά μου. Ένας αλύγιστος λακές, ένα αγγούρι μ’ ένα πακέτο στη μασχάλη. Πού είναι η γκαρνταρόμπα, μου είπε. Σκεφτείτε τη θέση μου. Ανοίγω αυτήν εδώ την πόρτα (δείχνοντας δεξιά). Ευτυχώς ήταν συγυρισμένα. Το γλυκό αυτό πλάσμα περνάει γρήγορα μέσα και ο γέρος θρονιάζεται εδώ σαν μπάστακας. Δυο λεπτά περνούν και βγαίνει εκείνη ντυμένη πιερότος. (Κουνώντας το κεφάλι του.) Ποτέ άλλοτε δεν είδα τέτοιο πράγμα. (Πηγαίνει προς τα δεξιά και κοιτάζει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.)
ΣΕΝ, στον Σβαρτς, με βλέμμα επίμονο: Κι ο κοιλαράς έστεκε σκοπός;
ΣΒΑΡΤΣ, γυρίζει: Ολόκληρο τ’ αρμονικό κορμί έμοιαζε σαν να γεννήθηκε μέσα σ’ αυτό το άβολο ρούχο. Ο τρόπος που ήταν χωμένα στις τσέπες τα χέρια της, τα ποδαράκια της πάνω στο χαλί – μου ανέβασαν το αίμα στο κεφάλι.
ΣΕΝ: Αυτό φαίνεται στον πίνακα.
ΣΒΑΡΤΣ, κουνώντας το κεφάλι: Εμείς οι άλλοι, ξέρετε…
ΣΕΝ: Εδώ το μοντέλο διευθύνει την κουβέντα.
ΣΒΑΡΤΣ: Μέχρι τώρα δεν άνοιξε το στόμα.
ΣΕΝ: Είναι δυνατόν!
ΣΒΑΡΤΣ: Μπορώ να σας δείξω το κοστούμι; (Βγαίνει δεξιά.)
ΣΕΝ, μόνος μπροστά στον πιερότο: Διαβολική ομορφιά. (Μπροστά στο πορτρέτο που δείχνει το μπούστο της κοπέλας.) Από δω φαίνεται καλύτερα. (Έρχεται μπροστά.) Του πέφτει λίγο νέα για την ηλικία του.