Αν το Πνεύμα της γης είναι ένα είδος μακάβριου χορού των πτωμάτων που έσπειρε η Λούλου, το Κουτί της Πανδώρας παρουσιάζει την αναπόδραστη πτώση της ηρωίδας, που την εξυψώνει σε τραγικό θεατρικό πρόσωπο. Και μόνο αναγκάζοντάς την να πάει ενάντια στη φύση της, οδεύει ολοταχώς προς τον χαμό της· η πορνεία, φαινόμενο μιας κοινωνικής και όχι φυσικής σεξουαλικότητας, αποτελεί το εντελώς αντίθετο του είναι της και την οδηγεί στην καταστροφή.

Το Κουτί της Πανδώρας ξεκινά με την απελευθέρωση της Λούλου, την οποία κατορθώνουν οι πιστοί ερωτικοί της σκλάβοι, με επικεφαλής την κόμησσα Γκέσβιτς, μια λεσβία που την ακολουθεί σαν σκιά της ή σαν τον διάβολο.

Τόσο το Πνεύμα της γης όσο και το Κουτί της Πανδώρας φανερώνουν την απόρριψη του νατουραλισμού, υπέρ του εξπρεσιονισμού που καθιστά τα θεατρικά πρόσωπα περισσότερο τύπους παρά ατομικότητες· η Λούλου δεν υπάρχει παρά ως έναυσμα της σεξουαλικής της επιθυμίας. Δεν είναι ανθρώπινο ον, δεν διαθέτει καμιά ατομικότητα, δεν έχει όνομα στο ληξιαρχείο, υφίσταται μόνο στο βλέμμα των άλλων και μέσω του ονόματος που της δίνουν οι άλλοι. Δεν κάνει συνειδητά κακό. Δεν θέλει να δημιουργεί θύματα ‒ τα θύματα υποκύπτουν από μόνα τους.

Και τα δύο θεατρικά έργα του Φρανκ Βέντεκιντ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Δωδώνη σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.

Αίτηση άδειας χρήσης παραστασιακών δικαιωμάτων


[πρόσωπα του έργου]

Λούλου
Άλβα Σεν
Ροντρίγκο Κβαστ
Σίγκολχ
Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, οικότροφος αναμορφωτηρίου
Κόμησσα Γκέσβιτς
Μαρκήσιος Κάστι-Πιάνι
Τραπεζίτης Πούντσου
Δημοσιογράφος Χάιλμαν
Μαγκελόνε
Καντίντγια ντι Σάντα Κρότσε, κόρη της
Μπιανέττα Γκατσίλ
Λουντμίλα Στάινχερτς
Μπομπ, γκρουμ
Διευθυντής αστυνομίας
Κύριος Χούνινταϊ
Κούνγκου Πότι, πρίγκιπας του Γιουαγιούμπι
Καθηγητής Χίλτι, υφηγητής πανεπιστημίου
Τζακ

Η πρώτη πράξη εκτυλίσσεται στη Γερμανία, η δεύτερη στο Παρίσι και η τρίτη στο Λονδίνο.


[απόσπασμα από το έργο]

ΛΟΥΛΟΥ, ρίχνοντας πίσω τα μαλλιά της: Τι τύχη για μένα! (Σηκώνεται και παίρνει τη λάμπα.) Όλα καλά, κύριε καθηγητά; (Οδηγεί τον καθηγητή Χίλτι στο δωμάτιό της.)
ΓΚΕΣΒΙΤΣ, βγάζει ένα μικρό μαύρο περίστροφο από την τσέπη της, σημαδεύει το μέτωπό της: Έλα, έλα αγάπη μου!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΙΛΤΙ, ανοίγει βίαια την πόρτα και βγαίνει στο δωμάτιο: Ε, καταραμένο ψοφίμι – κάποιος είναι ξαπλωμένος εκεί πέρα!
ΛΟΥΛΟΥ, με τη λάμπα στο χέρι, τραβώντας τον απ’ το μανίκι: Μείνε μαζί μου!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΙΛΤΙ: Ένας πεθαμένος! Ένα πτώμα!
ΛΟΥΛΟΥ: Μείνε μαζί μου, μείνε μαζί μου!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΙΛΤΙ, της ξεφεύγει: Υπάρχει ένα πτώμα εκεί πέρα. Θεός, σατανάς και ψοφίμι.
ΛΟΥΛΟΥ: Μείνε μαζί μου.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΙΛΤΙ: Από πού βγαίνουν; (Διακρίνοντας την κόμησσα.) Ο διάβολος! (Βγαίνει από τη μεσαία πόρτα.)
παράθυρο και με ξυπνά. Καλύτερα να κρεμαστώ! Και να μην πέσω στο νερό – το νερό είναι πολύ καθαρό για μένα. (Εξάπτεται ξαφνικά.) Εκεί! Ναι. Να την! Γρήγορα πριν μπει!
(Παίρνει το κορδόνι από όπου κρέμεται η κουβέρτα, το βγάζει, ανεβαίνει στο κάθισμα και το στερεώνει σ’ έναν γάντζο που υπάρχει στο πάνω μέρος της πόρτας. Περνάει το κορδόνι γύρω απ’ τον λαιμό, σπρώχνει το κάθισμα με τα πόδια της και σωριάζεται κάτω.)
Καταραμένη ζωή! Καταραμένη ζωή! Να ’ταν κοντά μου! Άσε με να μιλήσω στην καρδιά σου μόνο μια φορά, άγγελέ μου! Αλλά είσαι ψυχρή! Να μη φύγω ακόμα! Ίσως μια φορά να γνωρίσω κι εγώ την ευτυχία. ― Άκουσέ με, Λούλου. Να μη φύγω ακόμα! (Σέρνεται μπροστά στο πορτρέτο τής Λούλου, πέφτει στα γόνατα και ενώνει τα χέρια.) Άγγελέ μου λατρευτέ! Αγάπη μου! Αστέρι μου! Σπλαχνίσου με, σπλαχνίσου με, σπλαχνίσου με!
(Η Λούλου ανοίγει την πόρτα και βάζει μέσα τον Τζακ. Είναι ένας άντρας κοντόχοντρος, ευλύγιστος, με πρόσωπο ωχρό, μάτια ξαναμμένα, παχιά φρύδια. Μουστάκι προς τα κάτω, λεπτό μουσάκι, φαβορίτες σαν θάμνους, κατακόκκινα χέρια και νύχια φαγωμένα. Κολλάει το βλέμμα του στο πάτωμα. Φοράει σκούρο παλτό και στρογγυλό ψάθινο καπέλο.)
ΤΖΑΚ, παρατηρώντας την κόμησσα Γκέσβιτς: Ποια είναι αυτή;
ΛΟΥΛΟΥ: Η αδερφή μου, κύριε. Είναι τρελή. Δεν ξέρω με τι τρόπο θα την ξεφορτωθώ.
ΛΟΥΛΟΥ: Μείνε! Μείνε! (Τρέχει πίσω του.)
ΓΚΕΣΒΙΤΣ, αφήνει να της πέσει το περίστροφο: Καλύτερα να κρεμαστώ! Αν με δει σήμερα βουτηγμένη στο αίμα μου, δεν θα χύσει ούτε ένα δάκρυ. Δεν ήμουν τίποτα άλλο γι’ αυτήν από ένα πειθήνιο όργανο για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Με μίσησε από την πρώτη στιγμή μέσα της βαθιά. Ή να πέσω ψηλά απ’ τη γέφυρα; Τι είναι αλήθεια πιο ψυχρό: το νερό ή η καρδιά της; Μέχρι να πνιγώ, θα ονειρεύομαι. Καλύτερα να κρεμαστώ! Να μαχαιρωθώ; Χμ, δεν θα βγει τίποτα. Πόσες φορές ονειρεύτηκα πως με φιλούσε! Ένα λεπτό ακόμα, μόνο ένα λεπτό. Μια κουκουβάγια χτυπά στο παράθυρο και με ξυπνά. Καλύτερα να κρεμαστώ! Και να μην πέσω στο νερό – το νερό είναι πολύ καθαρό για μένα. (Εξάπτεται ξαφνικά.) Εκεί! Ναι. Να την! Γρήγορα πριν μπει!
(Παίρνει το κορδόνι από όπου κρέμεται η κουβέρτα, το βγάζει, ανεβαίνει στο κάθισμα και το στερεώνει σ’ έναν γάντζο που υπάρχει στο πάνω μέρος της πόρτας. Περνάει το κορδόνι γύρω απ’ τον λαιμό, σπρώχνει το κάθισμα με τα πόδια της και σωριάζεται κάτω.)
Καταραμένη ζωή! Καταραμένη ζωή! Να ’ταν κοντά μου! Άσε με να μιλήσω στην καρδιά σου μόνο μια φορά, άγγελέ μου! Αλλά είσαι ψυχρή! Να μη φύγω ακόμα! Ίσως μια φορά να γνωρίσω κι εγώ την ευτυχία. ― Άκουσέ με, Λούλου. Να μη φύγω ακόμα! (Σέρνεται μπροστά στο πορτρέτο τής Λούλου, πέφτει στα γόνατα και ενώνει τα χέρια.) Άγγελέ μου λατρευτέ! Αγάπη μου! Αστέρι μου! Σπλαχνίσου με, σπλαχνίσου με, σπλαχνίσου με!
(Η Λούλου ανοίγει την πόρτα και βάζει μέσα τον Τζακ. Είναι ένας άντρας κοντόχοντρος, ευλύγιστος, με πρόσωπο ωχρό, μάτια ξαναμμένα, παχιά φρύδια. Μουστάκι προς τα κάτω, λεπτό μουσάκι, φαβορίτες σαν θάμνους, κατακόκκινα χέρια και νύχια φαγωμένα. Κολλάει το βλέμμα του στο πάτωμα. Φοράει σκούρο παλτό και στρογγυλό ψάθινο καπέλο.)
ΤΖΑΚ, παρατηρώντας την κόμησσα Γκέσβιτς: Ποια είναι αυτή;
ΛΟΥΛΟΥ: Η αδερφή μου, κύριε. Είναι τρελή. Δεν ξέρω με τι τρόπο θα την ξεφορτωθώ.
ΤΖΑΚ: Έχεις ωραίο στόμα.
ΛΟΥΛΟΥ: Το πήρα από τη μάνα μου.
ΤΖΑΚ: Φαίνεται. Πόσα θέλεις; Δεν μου απομένουν πολλά χρήματα.
ΛΟΥΛΟΥ: Δεν θέλετε να μείνετε εδώ όλη νύχτα;
ΤΖΑΚ: Όχι, δεν έχω χρόνο. Πρέπει να γυρίσω σπίτι μου.
ΛΟΥΛΟΥ: Μα μπορείτε να πείτε ότι χάσατε το λεωφορείο και περάσατε τη νύχτα σ’ ενός φίλου.
ΤΖΑΚ: Πόσα θέλεις;
ΛΟΥΛΟΥ: Δεν ζητάω ράβδους χρυσού, αλλά κάτι μικρό.
ΤΖΑΚ, γυρνάει στην πόρτα: Καληνύχτα!
ΛΟΥΛΟΥ: Όχι, όχι! Μείνετε, για όνομα του Θεού!
ΤΖΑΚ, περνάει δίπλα απ’ την κόμησσα και ανοίγει την πόρτα στο δωματιάκι: Γιατί να μείνω εδώ ώς αύριο; Μου φαίνεται ύποπτο! Άμα κοιμηθώ θα μου γυρίσουν τις τσέπες ανάποδα.
ΛΟΥΛΟΥ: Όχι, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα! Ούτε εγώ ούτε κανείς. Μη φεύγετε αμέσως! Σας παρακαλώ!
ΤΖΑΚ: Πόσα θέλεις;
ΛΟΥΛΟΥ: Καλά, δώστε μου τα μισά από ό,τι σας είπα!
ΤΖΑΚ: Όχι, είναι πολλά. Δεν μου φαίνεσαι του επαγγέλματος, εσύ!
ΛΟΥΛΟΥ: Το κάνω σήμερα για πρώτη φορά. (Τραβάει την κόμησσα Γκέσβιτς που έχει μισοσηκωθεί μπροστά στον Τζακ με το κορδόνι γύρω απ’ τον λαιμό της.) Θέλεις να ξαπλώσεις;
ΤΖΑΚ: Άσ’ την ήσυχη! αυτή δεν είναι αδερφή σου. (Χαϊδεύει το κεφάλι τής κόμησσας όπως χαϊδεύουν έναν σκύλο.) Κακόμοιρο ζωάκι!