Ο Χοσέ Τριάνα τοποθετεί τη δράση του έργου η Νύχτα των δολοφόνων τη δεκαετία του πενήντα, δηλαδή λίγο πριν από την κουβανική επανάσταση. Μέσα από το παιχνίδι τους, τρεις έφηβοι συνειδητοποιούν λίγο λίγο τις ιδιομορφίες του οικογενειακού οικοδομήματος που ζουν καθημερινά. Δεν αντέχουν την τεταμένη ατμόσφαιρα στο σπίτι, καθώς παίρνουν μέρος στις περισσότερες από τις οικογενειακές σκηνές. Γι’ αυτό σχεδιάζουν να ανατρέψουν το κατεστημένο για να φτάσουν σε μια ζωή πιο ανθρώπινη.
Ο τρόπος που διάλεξε ο Τριάνα για να μπλέξει τα τρία πρόσωπα, την Μπέμπα, την Κούκα και τον Λάλο, στη διαδικασία του εγκλήματος είναι μοναδικός. Οι γονείς δεν σκοτώθηκαν ποτέ πραγματικά. Το έγκλημα υπάρχει μόνο στη σκέψη των τριών αδερφών. Το έγκλημα υπάρχει μόνο στο παιχνίδι. Το θεατρικό έργο κυκλοφορεί σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.
Αίτηση άδειας χρήσης παραστασιακών δικαιωμάτων
[πρόσωπα του έργου]
ΛΑΛΟ
ΚΟΥΚΑ
ΜΠΕΜΠΑ
[απόσπασμα από το θεατρικό έργο]
ΛΑΛΟ: Κλείσε την πόρτα! (Χτυπώντας το στήθος του, ξαναμμένος με τα μάτια ορθάνοιχτα.) Ένας δολοφόνος! Ένας δολοφόνος! (Γονατίζει.)
ΚΟΥΚΑ, στην Μπέμπα, δείχνοντας τον Λάλο: Κι αυτό, τι είν’ αυτό;
ΜΠΕΜΠΑ, αδιάφορη, κοιτάζοντας τον Λάλο: Η παράσταση άρχισε…
ΚΟΥΚΑ: Πάλι;
ΜΠΕΜΠΑ, οργισμένη: Και λοιπόν…! Δεν είναι τίποτα καινούριο.
ΚΟΥΚΑ: Μην εκνευρίζεσαι, σε παρακαλώ…
ΜΠΕΜΠΑ: Εσύ, μα το Θεό, βρίσκεσαι στο φεγγάρι!
ΚΟΥΚΑ: Ο μπαμπάς και η μαμά δεν έφυγαν ακόμα.
ΜΠΕΜΠΑ: Κι έπειτα;
ΛΑΛΟ: Τους σκότωσα. (Γελάει, απλώνει τα χέρια στο κοινό. Επίσημα.) Δεν τα βλέπεις τα δυο φέρετρα; Κοίταξε – τα κεριά… τα λουλούδια. Το σαλόνι θα γκρεμιστεί απ’ τις γλαδιόλες. Είναι τα λουλούδια που προτιμούσε η μαμά. (Παύση.) Α! δεν μπορεί να ’χουν παράπονο! Μια φορά, πεθαμένους τους σεβαστήκαμε πάρα πολύ. Εγώ μόνος μου τους έντυσα. Καθόλου εύκολο: κορμιά άκαμπτα, γλιστερά… Με τα ίδια μου τα χέρια έσκαψα μια τρύπα βαθιά, πολύ βαθιά… μια τρύπα να!… τέτοια. (Χαμογελάει. Στην Κούκα.) Τι λες εσύ για όλ’ αυτά; (Της χαϊδεύει το σαγόνι όπως κάνουν στα μικρά παιδιά.) Βλέπω φοβάσαι ακόμα. (Απομακρύνεται.) Καθόλου αστείο να παίζει κανείς μαζί σου…
ΚΟΥΚΑ, περνώντας το φτερό πάνω στα έπιπλα: Τα καμώματά σου με κουράζουν!
ΛΑΛΟ: Τα καμώματά μου! Ένα έγκλημα το λες εσύ καμώματα; Τι ψυχραιμία είν’ αυτή! Αλήθεια λες, αδερφούλα μου;
ΚΟΥΚΑ, ξερά: Ναι.
ΛΑΛΟ: Τότε, τι ’ναι σπουδαίο κατά τη γνώμη σου;…
ΚΟΥΚΑ: Πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να καθαρίσουμε το σπίτι. Κοίταξε τούτο το δωμάτιο. Γουρουνάδικο σωστό. Σκαθάρια, ποντίκια, σκόροι, ακόμα και σαρανταποδαρούσες! (Παίρνει ένα τασάκι που ήταν πάνω σε μια καρέκλα και το βάζει πάνω στο τραπέζι.)
ΛΑΛΟ: Και νομίζεις πως κάνεις κάτι κουνώντας το φτερό;
ΚΟΥΚΑ: Από το τίποτα…
ΛΑΛΟ, αυστηρά: Βάλε το σταχτοδοχείο στη θέση του!
ΚΟΥΚΑ: Τα σταχτοδοχεία τα βάζουν στο τραπέζι.
ΛΑΛΟ: Κάνε ό,τι σου λέω!
ΚΟΥΚΑ: Μην ξαναρχίζεις τα ίδια, Λάλο.
ΛΑΛΟ, παίρνοντας το σταχτοδοχείο και ξαναβάζοντάς το πάνω στην καρέκλα: Ξέρω τι κάνω. (Παίρνει ένα βάζο με λουλούδια και το βάζει χάμω.) Μέσα σε τούτο το σπίτι τα σταχτοδοχεία πρέπει να είναι στις καρέκλες και τα ανθοδοχεία χάμω.
ΚΟΥΚΑ: Κι οι καρέκλες;
ΛΑΛΟ: Πάνω στα τραπέζια.
ΚΟΥΚΑ: Κι εμείς;
ΛΑΛΟ: Με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω.
ΚΟΥΚΑ, εξοργισμένη: Απίστευτο!… Ε λοιπόν, ελάτε να σταθούμε στο κεφάλι! Αλήθεια, σου ’ρχονται μερικές θαυμάσιες ιδέες… ζούμε μέσα σ’ ένα παραμύθι με νεράιδες! (Σε άλλον τόνο. Πιο σκληρά.) Λάλο, αν με ξαναενοχλήσεις θα ’χουμε ιστορίες… Φύγε! Άφησέ με ήσυχη. Θα κάνω ό,τι μπορώ, τέρμα.