Το Σπίτι της Άλισον ανέβηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 1930 και την επόμενη χρονιά βραβεύτηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ. Η Γκλάσπελ εμπνεύστηκε από την αινιγματική ζωή της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλι Ντίκινσον και θέλησε να γράψει ένα έργο για εκείνην. Όμως η οικογένεια της Ντίκινσον της απαγόρευσε να αναφέρει το όνομά τους και να χρησιμοποιήσει τα ποιήματα της Έμιλι. Έτσι η Γκλάσπελ απάντησε με το θεατρικό αυτό δημιουργώντας την οικογένεια των Στάνχοουπ και χρησιμοποιώντας ποίηση του Ραλφ Γουόλντο Έμερσον, του αγαπημένου ποιητή της Ντίκινσον. Η μετάφραση είναι της Χλόης Βερίτη.

Βρισκόμαστε στην τελευταία ημέρα του 19ου αιώνα και δεκαοχτώ χρόνια μετά τον θάνατο της σπουδαίας ποιήτριας Άλισον Στάνχοουπ  στο σπίτι της, στην Αϊόβα των Η.Π.Α., το οποίο η οικογένεια ετοιμάζεται να πουλήσει. Αν και πολύ λίγα ποιήματα της Άλισον είχαν κυκλοφορήσει όσο ζούσε, ο κόσμος τα αγκάλιασε και τα αγάπησε πολύ. Το έργο Το Σπίτι της Άλισον επικεντρώνεται στην ποιήτρια και στην οικογένειά της αλλά πρωτίστως θέτει το ηθικό ερώτημα: Σε ποιον ανήκει το σπουδαίο –πλην όμως ιδιωτικό και προσωπικό− έργο της Άλισον Στάνχοουπ ή της Έμιλι Ντίκινσον τελικά;

Αίτηση άδειας χρήσης παραστασιακών δικαιωμάτων


[πρόσωπα του θεατρικού έργου]
Ανν Λέσλι
Τζένη
Ρίτσαρντ Νόουλς
Τεντ Στανχόουπ
Στανχόουπ, ο πατέρας
Λουίζ
Μις Άγκαθα
Ίμπεν
Έλσα
Κα Χότζες
Κος Χότζες



[απόσπασμα από το έργο]

Στη βιβλιοθήκη μιας παλιάς αγροικίας των Στανχόουπ, στην Αϊόβα, στον Μισισιπή.

ΤΖΕΝΗ, μιλά με κάποιον πίσω της: Περάστε μέσα. Όλα είναι άνω κάτω με τη μετακόμιση. Α! Νά και η Μις Ανν! Λέει πως είναι δημοσιογράφος, Μις Ανν. Εγώ δεν μπορώ να απαντήσω σε τίποτα. Δεν έχω ιδέα.
(Μπαίνει ο Νόουλς, ένας νεαρός άντρας. Η Τζένη βγαίνει έξω.)
ΑΝΝ: Ζητήσατε να δείτε τον κύριο Στάνχοουπ;
ΝΟΟΥΛΣ: Ναι… Δηλαδή ήθελα να δω κάποιον από την οικογένεια. Αλλά πάνω απ’ όλα ήθελα να δω το σπίτι.
ΑΝΝ: Το σπίτι είναι… υπό διάλυση.
ΝΟΟΥΛΣ: Θα ήθελα να δω το δωμάτιο που χρησιμοποιούσε η Μις Άλισον Στάνχοουπ.
ΑΝΝ: Κανένας δεν μπαίνει σ’ εκείνο το δωμάτιο. Μόνο τα μέλη της οικογένειας.
ΝΟΟΥΛΣ: Κι εσείς; Δεν είστε μέλος της οικογένειας;
ΑΝΝ: Ω! Όχι! Εγώ είμαι η γραμματέας του κυρίου Στάνχοουπ.
ΝΟΟΥΛΣ, καθώς την πλησιάζει: Αυτά τα γραπτά με τα οποία ασχολείστε… Μήπως ανήκουν στην Μις Άλισον;
ΑΝΝ: Όχι!
ΝΟΟΥΛΣ, με ένα πολύ ωραίο χαμόγελο: Δεν με αφορά, βέβαια. Εγώ βρίσκομαι εδώ γιατί με έστειλε η εφημερίδα μου, ο «Κήρυκας του Σικάγου». Πρέπει να γράψω ένα άρθρο για το σπίτι.
ΑΝΝ, χαμογελώντας: Δεν συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα στο Σικάγο;
ΝΟΟΥΛΣ: Ίσως όχι τόσα όσα συνέβησαν εδώ, σ’ αυτό το σπίτι.
ΑΝΝ: Εκπλήσσομαι που μια μεγάλη εφημερίδα ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι η Μις Άγκαθα Στάνχοουπ μετακομίζει στην πόλη για να ζήσει με τον αδερφό της.
ΝΟΟΥΛΣ: Δεν πρόκειται για την Μις Άγκαθα. Ενδιαφέρομαι για την Μις Άλισον.
ΑΝΝ: Δεν νομίζετε ότι καθυστερήσατε λιγάκι; Πάνε δεκαοχτώ χρόνια που πέθανε η Μις Άλισον.
ΝΟΟΥΛΣ: Δεν πέθανε. Οτιδήποτε έχει σχέση μαζί της είναι ζωντανό. Ανήκει στον κόσμο. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να το γνωρίζει η οικογένειά της.
ΑΝΝ: Έχουν δημοσιεύσει τα ποιήματά της.
ΝΟΟΥΛΣ: Ναι, αλλά δεν συζήτησαν καθόλου για το πού και το πώς γράφτηκαν. Για το γραφείο της. Για το παράθυρό της. Μήπως τώρα «κελαηδά κάποιο πουλί» σ’ εκείνο το δέντρο; Μάλλον όχι. Είναι η τελευταία μέρα του Δεκέμβρη. Αλλά, αν κοιτάξει κανείς μέσα από τα νεκρά κλαριά και στα λιβάδια που απλώνονται ώς τον Μισισιπή, θα δει και «το λουλούδι που γέρνει στον άνεμο»…
ΝΟΟΥΛΣ: Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που τα απέκτησα. Ήμουν στο βιβλιοπωλείο στο Μιντγουέι και περπατούσα προς το πάρκο Τζάκσον· τότε είδα τη λίμνη… με τον ίδιο τρόπο που είδε κι αυτή το ποτάμι. Γράφω κι εγώ ποίηση, ξέρετε.
ΑΝΝ: Μακάρι να μπορούσα να γράψω κι εγώ. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Γι’ αυτό και ευγνωμονώ την Άλισον.
ΝΟΟΥΛΣ: Καταλαβαίνω. Διαβάζετε τον «Κήρυκα»;
ΑΝΝ: Συνήθως.
ΝΟΟΥΛΣ: Τον διαβάσατε την προηγούμενη Τετάρτη;
ΑΝΝ: Δεν θυμάμαι.
ΝΟΟΥΛΣ: Θυμάστε ένα ποίημα;… Μάλλον όχι… Θυμάστε τους στίχους τού «Λεωφόρος Μίσιγκαν»;
ΑΝΝ: Μάλλον μου διέφυγε.
ΝΟΟΥΛΣ, σκάζοντας ένα πλατύ χαμόγελο: Εγώ το διάβασα.
ΑΝΝ: Δημοσιεύετε τα ποιήματά σας;
ΝΟΟΥΛΣ: Βέβαια· δεν είμαι αντάξιος της Άλισον αλλά…
ΑΝΝ: Μήπως έχετε κάποιο ποίημα μαζί σας;
ΝΟΟΥΛΣ: Τώρα που το λέτε, πρέπει να το έχω ακόμα στην τσέπη του γιλέκου μου.
ΑΝΝ: Θα ήθελα να το δω.
ΝΟΟΥΛΣ: Αλήθεια; Εντάξει, δεν με πειράζει. (Βγάζει ένα απόκομμα εφημερίδας από την τσέπη του και της το δίνει.) Μην περιμένετε και πολλά πράγματα…
ΑΝΝ, διαβάζει: Το βρίσκω πολύ ωραίο.
ΝΟΟΥΛΣ, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της: Ποιο σημείο σας αρέσει περισσότερο;
ΑΝΝ: Η λίμνη, «… τόσα… όλα τα χρόνια περίμενες για τη δική σου πολιτεία…»