Το Κάτι γα να σε θυμάμαι (The Woolgatherer) είναι το πρώτο θεατρικό του Γουίλιαμ Μαστροσιμόνε, που κυκλοφορεί σε μετάφραση της Χλόης Βερίτη. Ανέβηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Θέατρο του Πανεπιστημίου Rutgers στο Νιου Τζέρσευ, όπου και διαδραματίζεται το έργο. Το βιβλίο εκδόθηκε αργότερα, το 1981, και την επόμενη χρονιά κέρδισε το βραβείο L.A. Drama Critics. Στη συνέχεια, το έργο πήρε και άλλες διακρίσεις και βραβεία.
Ο Γουίλιαμ Μαστροσιμόνε, γνωστός στο ελληνικό κοινό από το έργο του Ακρότητες, έχει ένα μοναδικό ταλέντο, μπορεί να διεισδύει βαθιά μέσα στη ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων του, να τους κτίζει έναν απίστευτα χιουμοριστικό διάλογο ενώ την ίδια ώρα παρακολουθεί, σαν από μια κλειδαρότρυπα, τη ζωή και τα όνειρά τους.
Ο συγγραφέας δεν κρύβει ότι τη Ρόουζ τη γνώρισε στ’ αλήθεια. Δεν πήγαν στο διαμέρισμά της, αλλά πήραν ένα τσάι σε μια καφετέρια. «Δεν ήταν τρελή. Ήταν απλώς ένα υπερβολικά ευαίσθητο κορίτσι. Την ενοχλούσαν διάφορα πράγματα όπως το φως ή ο θόρυβος». Αυτά για την αληθινή Ρόουζ που εξελίχτηκε μέσα από την πένα του Μαστροσιμόνε σε μια εύθραυστη, ονειροπαρμένη προσωπικότητα που ζει ξεκομμένη από τον πραγματικό κόσμο σ’ ένα φτηνό, μικρό διαμέρισμα, με τα παράθυρά του καρφωμένα με σανίδες, χωρίς φως και χωρίς θόρυβο, όπου ένα νεαρό κορίτσι είχε αυτοκτονήσει παλιά.
Σ’ αυτόν τον αλλόκοτο κόσμο μιας νεαρής πωλήτριας κάποιου μικρού μαγαζιού, εισβάλλει, με πολύ θόρυβο, ένας άγαρμπος και αμόρφωτος φορτηγατζής. Ο Κλιφ δεν τα πάει πολύ καλά με τις λέξεις, αλλά αυτές τα πάνε πολύ καλά με τον ποιητή που κρύβει μέσα του. Οι ανησυχίες του εκφράζονται μέσα από μια πνευματώδη Εθνική Οδό που οδηγεί σε ευθεία πορεία στη ζωή της Ρόουζ. Εκεί θα ανακαλύψει μια σπάνια, λεπτεπίλεπτη ομορφιά που ακρωτηριάστηκε βάναυσα ένα βράδυ, σαν τα πουλιά που εκείνη αγαπά τόσο πολύ. Όπως και η Μπλανς του Τέννεσσυ Γουίλιαμς, έτσι και η Ρόουζ του Μαστροσιμόνε είναι μια μορφή τρυφερά ποιητική. Έτσι, δυο ποιητές συναντιούνται χωρίς κανένας από τους δυο να γνωρίζει καν τι είναι ποίηση. Και τότε ξεκινά η μαγεία και για τους δύο.
Οι δυο χαρακτήρες είναι πολύ διαφορετικοί. Μοιράζονται όμως τις παράξενες, προσωπικές τους ακροβατικές ισορροπίες καθώς χάνονται ο καθένας στον λαβύρινθο του δικού του ονείρου προσπαθώντας να δραπετεύσουν από μια σκληρή και άδικη πραγματικότητα. Κοινός παρονομαστής είναι η αναζήτηση της αγάπης.
«Αγαπάς κάτι που δεν υπάρχει κι ύστερα αρχίζεις να μισείς αυτό που υπάρχει. Κόλαση είναι, σου λέω». Το ρομάντζο εξελίσσεται με αγωνία, στην κόψη μιας λεπίδας, γιατί κανείς δεν ξέρει αν οι δυο τους μπορούν τελικά να συνυπάρξουν σε ένα κοινό όνειρο. Κι όμως, η τραμπάλα ισορροπεί. Εκεί ψηλά, μετά τη στροφή του βουνού, εκεί όπου θα συναντηθούν για να αντικρίσουν μαζί τον χαμένο ωκεανό της αληθινής αγάπης. […]

Αίτηση άδειας χρήσης παραστασιακών δικαιωμάτων


[πρόσωπα του έργου]

Κλιφ
Ρόουζ


[απόσπασμα από το έργο]

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Σκοτάδι. Ακούγονται βήματα στον διάδρομο και ανεπαίσθητες πμιλίες. Τα φώτα ανάβουν αργά. Ακούγεται ο ήχος των κλειδιών που αγίζουν την κλειδαριά. Μπαίνει η Ρόουζ με μια χαρτοσακούλα που περιέχει ένα πακέτο με μπίρες, ακολουθούμενη από τον Κλιφ.

ΡΟΟΥΖ: Αυτή που λες, η νεαρή, έγραφε ποιήματα και ζούσε εδώ μέσα, σ΄ αυτό το δωμάτιο προτού να, ξέρεις τώρα, προτού να μετακομίσω εγώ εδώ. Κι αυτοκτόνησε εδώ ακριβώς, σ΄ αυτό το δωμάτιο.

ΚΛΙΦ: Και πέθανε;
ΡΟΟΥΖ: Πέθανε βέβαια.
ΚΛΙΦ: Σοβαρά, ε; Και πώς τα κατάφερε;
ΡΟΟΥΖ: Κρεμάστηκε.
ΚΛΙΦ: Υπερβολική δόση, ε;
ΡΟΟΥΖ: Κρεμάστηκε σου λέω.
ΚΛΙΦ: Έλα τώρα. Αστειεύομαι.
ΡΟΟΥΖ: Εγώ δεν το βρίσκω καθόλου αστείο.
ΚΛΙΦ: Και γιατί αυτοκτόνησε η κοπελιά;
ΡΟΟΥΖ: Κανένας δεν το ξέρει. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο.
ΚΛΙΦ: Δεν άφησε κανένα σημείωμα;
ΡΟΟΥΖ: Όχι. άφησε όμως ένα ποίημα.
ΚΛΙΦ: Ευτυχώς που έγραφε ποιήματα.
ΡΟΟΥΖ: Γιατί το λες αυτό τώρα;
ΚΛΙΦ: Ε, για φαντάσου να έγραφε μυθιστορήματα!
ΡΟΟΥΖ: Νά, αυτό είναι το ποίημα που άφησε. “Εραστής μου είναι ο θάνατος”. Αυτός είναι ο τίτλος.
ΚΛΙΦ: Σπούδαίος τίτλος!
ΡΟΟΥΖ: Να σ’ το διαβάσω;
ΚΛΙΦ: Αλίμονο! Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι για να φτιάξω διάθεση.
ΡΟΟΥΖ: Εραστής μου είναι ο θάνατος.
Δεν είναι σωστό, λες…
Μα η δική του αγάπη είναι αιώνια. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα
κάθε νύχτα, κάθε μέρα θα με κλέψει…
Φεύγουμε μακριά απ’ το φως
για τ΄αλλιώτικό του σπιτικό.
Κάθε μέρα, κάθε νύχτα…
ΚΛΙΦ: Εεεε, άκου, νιάνιαρο, Είχα μια δύσκολη μέρα και καμιά διάθεση δεν έχω να ακούσω τα αυτοκτονικά σημειώματα μιας βλαμμένης.
ΡΟΟΥΖ: Μα, δεν σ’ αρέσει η ποίηση;
ΚΛΙΦ: Τρελαίνομαι.
ΡΟΟΥΖ: Αλήθεια;
ΚΛΙΦ: Αμέ! Πώς!
ΡΟΟΥΖ: Αλήθεια; Γράφεις κι εσύ ποιήματα;
ΚΛΙΦ: Εννοεείται. Καθημερινά αυτό κάνω.
ΡΟΟΥΖ: Αλήθεια, ε;
ΚΛΙΦ: Ε, τι σου λέω τόσην ώρα.
ΡΟΟΥΖ: Θα ‘θελα να διαβάσω αυτά που γράφεις.
ΚΛΙΦ: Ε, δεν τα γράφω. Τα λέω. Ορίστε
Αρνάκι άσπρο και παχύ…
ΡΟΟΥΖ: Αυτό ήταν;
ΚΛΙΦ: Σ΄ αρέσει;
ΡΟΟΥΖ: Είναι πολύ ενδιαφέρον. Τ
ΚΛΙΦ: Το’ γραψα για τη μάνα μου. Τη σιδέρωσε ένας οδοστρωτήρας.
ΡΟΟΥΖ: Λυπάμαι
ΚΛΙΦ: Τι να πει κανείς…