Η εμπειρία του Ο’ Νηλ στα θαλασσινά ταξίδια επηρέασε το έργο του και τον ενέπνευσε να γράψει τον Χρυσό, που κυκλοφορεί σε μετάφραση της Κάιτης Κάστρο Λογοθέτη. Πρόκειται για μια ναυτική περιπέτεια· ναυαγοί σ’ ένα νησί, ο καπετάνιος και το πλήρωμά του, βρίσκουν μια κασέλα με χρυσάφι, τη θάβουν για να ξανάρθουν κάποτε να την πάρουν. Το όνειρό τους να γίνουν πλούσιοι τους στοιχειώνει. Ο μάγειρας και ο μούτσος βλέπουν τη σκηνή. Επειδή δεν πιστεύουν ότι είναι χρυσάφι αλλά μπρούτζος, δολοφονούνται και ο καπετάνιος ζει με τις τύψεις αλλά και το όνειρο να γυρίσει κάποτε με μια καινούρια σκούνα να πάρει το χρυσάφι.
Οι υπόλοιπες τρεις πράξεις διαδραματίζονται στο σπίτι του καπετάνιου, όπου το μυστικό γίνεται εμμονή της γυναίκας του που τον παροτρύνει να το ομολογήσει. Ο ίδιος βρίσκει καταφύγιο στη φαντασία του· παραμένει σιωπηλός αλλά η μπερδεμένη του συνείδηση τον οδηγεί στην καταστροφή.
Γενικά, τα έργα του Ο’ Νηλ χαρακτηρίζονται από τραγικές καταστάσεις αλλά και διάχυτη απαισιοδοξία· και σε αυτό το θεατρικό πράγματι οι ήρωες, αν και περιθωριοποιημένοι και βουτηγμένοι στη διαφθορά, προσπαθούν να κάνουν όνειρα που τελικά τους οδηγούν στην απόγνωση. Η δραματική κορύφωση έρχεται όταν ο καπετάνιος τελικά αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι το δήθεν χρυσάφι ήταν μπρούτζος!

Αίτηση άδειας χρήσης παραστασιακών δικαιωμάτων


ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΗΣΑΪΑΣ ΜΠΑΡΤΛΕΤ, καπετάνιος του φαλαινοθηρικού Τρίτων
ΣΙΛΑΣ ΧΟΡΝ, ναύκληρος στο πλοίο
ΜΠΕΝ ΚΕΪΤΣ, ΤΖΙΜΙ ΚΑΝΑΚΑ, ένας νησιώτης: μέλη του πληρώματος
ΜΠΑΤΛΕΡ, μάγειρας του πλοίου
ΑΜΠΕΛ, μούτσος του πλοίου
ΣΑΡΑ ΑΛΕΝ ΜΠΑΡΤΛΕΤ, η γυναίκα του καπετάνιου
ΣΟΥ, η κόρη τους
ΝΑΤ, ο γιος τους

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ: Ένα μικρό κοραλλιογενές νησί, στο  άκρο  του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους· απόγευμα.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Το εσωτερικό μιας ψαροκαλύβας στην πατρίδα του Μπάρτλετ, στις ακτές της Καλιφόρνια.
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ: Το εξωτερικό του σπιτιού των Μπάρτλετ· χαράματα της επόμενης μέρας.
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Η «καμπίνα» του Μπάρτλετ − η θέση επιφυλακής του στη σοφίτα του σπιτιού του. Μια νύχτα έναν χρόνο αργότερα.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΜΠΑΡΤΛΕΤ: Την αλήθεια, κόρη μου. Είπες να εξομολογηθώ–
ΝΑΤ, κατάπληκτος: Μα – ήταν δίκαιο – είχαν σκοπό να κλέψουν…
ΜΠΑΡΤΛΕΤ, τον ξαναπιάνει για μία στιγμή η παλιά έμμονη ιδέα του· άγρια: Ναι, αυτό είναι! Τον παλιοκλέφτη! Είχαν σκοπό– (σταματάει, ρίχνει το κεφάλι του προς τα πίσω. Το κορμί του ολάκερο τεντώνεται και αναταράζεται στην προσπάθεια που κάνει να διώξει το ψέμα απ’ το μυαλό του. Ύστερα, τσακισμένος απ’ τη νικηφόρα πάλη με τον εαυτό του, κοιτάζει και πάλι τον Νατ· γλυκά) Όχι, Νατ. Αυτό το ψέμα έλεγα κι εγώ ώς τώρα στον εαυτό μου. Ο μάγειρας είπε πως είναι μπρούτζος – αλλά εγώ έψαχνα για αμπέρι, χρυσό, σ’ όλη μου τη ζωή – κι όταν βρήκαμε εκείνο το σεντούκι… έπρεπε να πιστέψω, σου λέω! Σε όλη μου τη ζωή ονειρευόμουνα κάτι τέτοιο! Εκείνος όμως μου είπε «μπρούτζος και παλιοσίδερα είναι»· και το ’πε και στον μούτσο – κι εγώ έδωσα τη διαταγή να τους σκοτώσουν και τους δυο και να τους σκεπάσουν με άμμο. ΝΑΤ, κατάχλωμος· απελπισμένα: Αλλά είπε ψέματα, έτσι δεν είναι; Είναι χρυσός, αληθινός χρυσός – έτσι δεν είναι;
ΜΠΑΡΤΛΕΤ, βγάζει αργά από την τσέπη του τον κρίκο και τον δίνει στον Νατ. Αυτός πηγαίνει στο φως του φαναριού. Ο Μπάρτλετ υποφέρει τρομερά: Εσύ θα μου πεις αν είναι ή δεν είναι χρυσός. Το ’χα μαζί μου όλον τούτο τον καιρό – φοβόμουνα όμως να το δείξω.
ΝΑΤ, άγρια – κοροϊδευτικά: Μα και βέβαια είναι μπρούτζος! Το πιο φθηνό μέταλλο – πεντάρα δεν αξίζει! (Πετάει τον κρίκο με ορμή σε μια γωνιά. Ο Μπάρτλετ αναστενάζει· φαίνεται σαν να συμμαζεύεται, δείχνει αξιολύπητα αδύναμος.)
ΣΟΥ, με συμπόνια: Νατ! Μη! (Αγκαλιάζει προστατευτικά τον πατέρα της.)
ΝΑΤ, πνιχτά: Τι ανόητος που ήμουνα! (Πέφτει πάνω στο κρεβάτι. Οι ώμοι του αναταράζονται.)
ΜΠΑΡΤΛΕΤ, ξεσκεπάζει το σταχτί του πρόσωπο, που ’χει πάρει τώρα μία έκφραση παράξενης γαλήνης· χτυπώντας ελαφρά το χέρι της κόρης του: Σου, μη σκεφτείς άσχημα για μένα! (Παίρνει τον χάρτη.) Καιρός πια να δώσουμε ένα τέλος σ’ αυτό. (Τον σκίζει σε μικρά κομματάκια και κάθε φορά που σκίζει λες και γίνεται ακόμα πιο αδύναμος. Τελικά, καθώς αφήνει τα κομματάκια να γλιστρήσουν ανάμεσα από τα δάχτυλά του, σαν κάτι να σπάει μέσα του. Αναστενάζει, τα μάτια του κλείνουν, το κορμί του ακουμπάει στη ράχη τής καρέκλας, το κεφάλι του πέφτει στο στήθος του.)
ΣΟΥ, τρομαγμένα: Μπαμπά! (Γονατίζει μπροστά του και τον κοιτάζει στο πρόσωπο.) Μπαμπά! Μίλησέ μου! Είμαι η Σου! (Ύστερα, γυρίζοντας στον αδερφό της, τρομοκρατημένη.) Νατ! Τρέξε γρήγορα, φώναξε τον γιατρό… (Ο Νατ ανακάθεται. Η Σου πιάνει με τρεμάμενα χέρια τον σφυγμό του πατέρα της, ψαχουλεύει την καρδιά του· αρχίζει να κλαίει υστερικά.) Ω Νατ! Πέθανε, νομίζω πως πέθανε!…