Η Άλκηστη του Ευριπίδη, είναι ένα αθώο θύμα, μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα η οποία πεθαίνει με τη θέλησή της, προκειμένου να σώσει από τον θάνατο τον άντρα της, τον Άδμητο, βασιλιά των Φερών. Την παρούσα έκδοση μετέφρασε ο Λυκούργος Καλλέργης και ανέβηκε για πρώτη φορά από τη Λαϊκή Σκηνή, στο θέατρο Μουσούρη, στις 19 Δεκεμβρίου 1934. Ο Κάρολος Κουν, σκηνοθέτης της παράστασης, έλεγε στις πρόβες «Για το αρχαίο θέατρο πολλά ειπώθηκαν. Γινήκανε μελέτες, γραφήκανε βιβλία άπειρα. Εμείς, για να παίξουμε την Άλκηστη, δεν βασιστήκαμε μονάχα σ’ αυτά. Κυρίως νιώσαμε βαθιά το έργο, το μεταφέραμε στη γλώσσα μας, και προσπαθούμε να το αποδώσουμε με τα μέσα τα δικά μας, της θεατρικής τέχνης τα μέσα, που ’ναι ζωντανά στην ψυχή και στο μυαλό μας: τον ρυθμό, το νόημα, τη λιτότητα και την ομορφιά της αρχαίας τραγωδίας».

Αίτηση άδειας χρήσης παραστασιακών δικαιωμάτων


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Απόλλων
Θάνατος
Θεράπαινα
Άδμητος
Άλκηστη
Τα παιδιά της Άλκηστης
Ηρακλής
Φέρης
Υπηρέτης
Χορός Θεσσαλών

*Το δράμα παίζεται στη Θεσσαλία μπρος στο παλάτι του Άδμητου.

(απόσπασμα από το θεατρικό έργο)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πιο πολλές λύπες φέρνει ο γάμος παρά χαρές σ’ ένα ζευγάρι.
Και η ζωή τού βασιλιά μας με τέτοιο ταίρι που θα χάσει τώρα ανυπόφορη θα είναι.
ΑΛΚΗΣΤΗ
Ήλιε κι ολόγλυκο της μέρας φως και σύννεφα, που μες στην αγκαλιά τ’ ουρανού αρμενίζετε.
ΑΔΜΗΤΟΣ
Μας βλέπουνε εσένα και μένα, τους δυο δυστυχισμένους, που φταίξιμο κανένα στους θεούς δεν δώκαμε, για να σε πάρουν από μένα.
ΑΛΚΗΣΤΗ
Πατρίδα μου, κι εσύ παλάτι, που μες στα δώματά σου ζούσα ευτυχισμένη, και νυφικά κρεβάτια μου, που απ’ το πατρικό μου σπίτι, από την Ιωλκό, σας έφερα μαζί μου.
ΑΔΜΗΤΟΣ
Σε παρακαλώ πάψε το πικρό σου μοιρολόι, κι έλα οι δυο μας τους παντοδύναμους θεούς να παρακαλέσουμε να μας σπλαχνιστούνε.
ΑΛΚΗΣΤΗ
Νά το καράβι που περνά απέναντι τους πεθαμένους, νά κι ο Χάρος, πάνω στην πρύμνη ολόρθος, κρατώντας το μακρύ κοντάρι του. Γιά άκου πώς με φωνάζει:
«Αργείς πολύ και με καθυστερείς, κάνε γρήγορα κι είναι ώρα να πηγαίνουμε». Με βιάζει, με βιάζει με τούτα του τα λόγια.
ΑΔΜΗΤΟΣ
Μαύρο ταξίδι μελετάς, πίκρα γεμάτο.
Άμοιρη, τι κακό μάς έτυχε;
ΑΛΚΗΣΤΗ
Με οδηγεί, κάποιος με οδηγεί. Δεν τον βλέπεις; Με φέρνει στην αυλή των πεθαμένων κι ο μαύρος Άδης μέσα απ’ τα σκοτεινά του φρύδια με κοιτάει. Άσε με, μη με κρατείς. Άσε με την άμοιρη, τέτοιον άτυχο δρόμο που τραβώ.
ΑΔΜΗΤΟΣ
Δρόμο που φέρνει πίκρα σ’ όσους αγαπήσανε, μα πιο πολύ σε μένα, στα παιδιά μας, που σε τέτοιο μαύρο πένθος θα μας ρίξεις.
ΑΛΚΗΣΤΗ
Αφήστε με, δεν αντέχω πια. Αφήστε με να πλαγιάσω, αφήστε με να κατεβώ ήσυχα ήσυχα στον Άδη. Γιατί ξεκινά η μαυρίλα να σκοτεινιάζει το φως μου. Παιδάκια μου, δεν έχετε μανούλα πια. Τη στερνή μου ευχή, ας ακούσουν σπλαχνικά οι θεοί. Με χαρά πάντα το φως της μέρας ν’ αντικρίζετε.